γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
οαυτός που αρνείται την πίστη του, αρνησίθρησκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι παράγωγο του ρ. εξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο», με την εκτεταμένη βαθμίδα ωμ- του ρ. όμνυμι λόγω της συνθέσεωςμαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].