εξωμότης

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που αρνείται την πίστη του, αρνησίθρησκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι παράγωγο του ρ. εξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο», με την εκτεταμένη βαθμίδα ωμ- του ρ. όμνυμι λόγω της συνθέσεως
μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].