ἐπιβραβεύω
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
German (Pape)
[Seite 930] zutheilen, Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβραβεύω: παρέχω, ἀπονέμω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 3, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
adjuger, décerner.
Étymologie: ἐπί, βραβεύω.
Greek Monolingual
(Μ ἐπιβραβεύω)
επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου
μσν.
δίνω ως βραβείο.