επιπόλαση
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπόλασις) επιπολάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπολάζω, η θέση του αντικειμένου που παραμένει στην επιφάνεια ενός υγρού, η παραμονή στην επιφάνεια.