ετεροδημότης

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ετεροδημότις και ετεροδημότισσα, η)
αυτός που δεν ανήκει στον δήμο όπου συνήθως διαμένει αλλά σε άλλον, αυτός που ασκεί τα εκλογικά του δικαιώματα σε άλλο δήμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + δημότης (< δήμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].