ἐττημένος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐττημένος Medium diacritics: ἐττημένος Low diacritics: εττημένος Capitals: ΕΤΤΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ettēménos Transliteration B: ettēmenos Transliteration C: ettimenos Beta Code: e)tthme/nos

English (LSJ)

η, ον, perf. part. Pass. of *ττάω (cf. δια-ττάω),

   A sifted, Pherecr. 211; ἐττησμένα Hsch.

Greek Monolingual

ἐττημένος, -η, -ον (Α)
αυτός που έχει κοσκινιστεί, ο κοσκινισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. -ττάω (< τFάyω) που απαντά μόνο εν συνθέσει, πρβλ. διαττώ].