Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει → Everything flows and nothing stands still
εὔζωστος, -ον (ΑΜ)μσν.ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].