Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
εὐθένεια και εὐθενία, ή (ΑΜ) ευθενής
αφθονία, ευημερία, ευτυχία («εὐθένεια κτημάτων καὶ σωμάτων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προμήθεια, εφοδιασμός
2. καλή φυσική, σωματική κατάσταση, ευρωστία
3. φρ. «εὐθενείας ἔπαρχος» — επιμελητής που φροντίζει για τον επισιτισμό τών πόλεων.