ευσέληνος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
εὐσέληνος και εὐσέλανος, -ον (Α)
1. λαμπερός, αστραφτερός, σαν να λάμπει το φως της σελήνης
2. φρ. «εὐσέληνον φέγγος» — το λαμπερό φως της σελήνης.