Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευφυολόγος

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος
2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία.
επίρρ...
ευφυολόγως
με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + -λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ετυμο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].