Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
[ζευγάριο(ν)]
1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος
2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω
3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)
3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος
4. ζευγαρίζω, οργώνω.