ζευγαρώνω

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298

Greek Monolingual

[ζευγάριο(ν)]
1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος
2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω
3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή του είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια»)
3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος
4. ζευγαρίζω, οργώνω.