τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
το (Μ ζύγιασμα) ζυγιάζω
1. ζύγισμα, στάθμιση
2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... το ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.)
3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών
4. μτφ. (ιδίως για πτηνά) προσπάθεια ισορροπίας.