ηλέκτωρ

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

ἠλέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος
2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία
3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος
β) άυπνος, ακοίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ., άγνωστης ρίζας, με κατάλ. -τωρ. Η παλαιότερη άποψη ότι πρόκειται περί λ. καρικής προέλευσης δεν υποστηρίζεται σήμερα.
ΠΑΡ. Αλεκτρώνα, Ηλέκτρα, ηλεκτρίς, ήλεκτρον, ήλεκτρος, Ηλεκτρύων].