ηλέκτωρ
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
ἠλέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. (για τον ήλιο) λαμπερός, ακτινοβόλος
2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία
3. (αντί αλέκτωρ ή άλεκτρος) α) άγαμος, ανύπαντρος
β) άυπνος, ακοίμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Θεωρείται ΙΕ προέλευσης λ., άγνωστης ρίζας, με κατάλ. -τωρ. Η παλαιότερη άποψη ότι πρόκειται περί λ. καρικής προέλευσης δεν υποστηρίζεται σήμερα.
ΠΑΡ. Αλεκτρώνα, Ηλέκτρα, ηλεκτρίς, ήλεκτρον, ήλεκτρος, Ηλεκτρύων].