θεατρίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

(AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) θέατρο
νεοελλ.
θεατρίζομαι
1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις
2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση
(μσν.-αρχ.)
1. ενεργ. θεατρίζω
εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα, επιδεικνύω, εμφανίζω, διασύρω, διαπομπεύω, γελοιοποιώ
2. παθ.
θεατρίζομαι
γίνομαι «θέατρο», εκτίθεμαι σε δημόσια θέα, διασύρομαι, διαπομπεύομαι, γελοιοποιούμαι
αρχ.
ενεργ.
είμαι πάνω στη σκηνή, παριστάνω κάτι ως ηθοποιός, είμαι ηθοποιός.