θεόφοβος
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
English (LSJ)
ον,
A fearing God, Porph.Abst.1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1198] = θεοσεβής, Hesych. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφοβος: -ον, φοβούμενος τὸν θεόν, θεοσεβής, Κύριλλ. - Ἐπίρρ. -βως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α θεόφοβος, -ον)
αυτός που φοβάται τον θεό, ο θεοσεβής.
επίρρ...
θεοφόβως (AM)
με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ά-φοβος, επί-φοβος].