θύμαλλος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμαλλος Medium diacritics: θύμαλλος Low diacritics: θύμαλλος Capitals: ΘΥΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: thýmallos Transliteration B: thymallos Transliteration C: thymallos Beta Code: qu/mallos

English (LSJ)

ὁ, an unknown

   A fish, Ael.NA14.22.

German (Pape)

[Seite 1222] ὁ, ein Fisch, Ael. N. A. 14, 22.

Greek (Liddell-Scott)

θύμαλλος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson, l’ombre.
Étymologie: DELG ombre ; pê de θύμος, à cause du parfum de sa chair.

Greek Monolingual

ο (Α θύμαλλος)
γένος τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον «θυμάρι» + επίθημα -αλλος. Η ονομασία του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (πρβλ. λατ. thymallus, από την οποία ιταλ. temolo), οφείλεται στην αρωματική του σάρκα].