θρησκόληπτος
From LSJ
-η, -ο
αυτός που είναι αφοσιωμένος υπερβολικά και παράλογα στη θρησκεία, αυτός που κατέχεται από υπέρμετρο, ιδιότροπο, θρησκευτικό ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. εύ-ληπτος, οινό-ληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].