κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
ἰκμάζω (Α)ικμάς1. ικμαίνω2. διηθώ, σουρώνω3. εξατμίζω την υγρασία, καταξεραίνω.