καλλιπάρηος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρηος Medium diacritics: καλλιπάρηος Low diacritics: καλλιπάρηος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: kallipárēos Transliteration B: kalliparēos Transliteration C: kalliparios Beta Code: kallipa/rhos

English (LSJ)

(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,

   A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.

Greek Monolingual

καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].