τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
και καπνιά, η ο καπνός, η αιθάλη («άνοιξε τα παράθυρα γιατί είχε γεμίσει κάπνα το δωμάτιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό, πρβλ. άχνα < αχνίζω (II), λαχτάρα < λαχταρώ].