καραμπογιά

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275

Greek Monolingual

η
1. άνυδρο θειικό υποξείδιο του σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή
2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. kara-boya].