καρυδένιος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ καρυδένιος, -α, -ον)
ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς («καρυδένιο έπιπλο»)
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από καρύδια («καρυδένιος μπακλαβάς»).