καταδουλεύομαι

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδουλεύομαι Medium diacritics: καταδουλεύομαι Low diacritics: καταδουλεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΟΥΛΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katadouleúomai Transliteration B: katadouleuomai Transliteration C: katadouleyomai Beta Code: katadouleu/omai

English (LSJ)

   A reduce to slavery, Sm.Le.27.17, f.l. in Eus. Mynd.Fr.10(v. καταδουλόω 1.2).

German (Pape)

[Seite 1347] sich unterjochen, Euseb. Stob. fl. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καταδουλεύομαι: καταδουλόω, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 12.

Greek Monolingual

καταδουλεύομαι (Α)
υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό].