κατακίρνημι

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακίρνημι Medium diacritics: κατακίρνημι Low diacritics: κατακίρνημι Capitals: ΚΑΤΑΚΙΡΝΗΜΙ
Transliteration A: katakírnēmi Transliteration B: katakirnēmi Transliteration C: katakirnimi Beta Code: kataki/rnhmi

English (LSJ)

   A = κατακεράννυμι, in Pass., Longin.15.9, AP9.362.12, Iamb.in Nic.p.119P.:—also κατακηλ-κιρνάω, Id.Protr.21.ισ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακίρνημι: ποιητικὸν ἀντὶ κατακεράννυμι, μιγνύω, μετριάζω, ἡ ὑγρότης κατεκίρνα τὸ ἄγαν θερμὸν Ἀλέξ. Ἀφρ.· Προβλ. 2, 70, καὶ Παθ., ῥητορικὴ κατακιρναμένη ταῖς ἐπιχειρήσεσι Λογγῖνος 15. 9· εὐωδία κατακιρναμένη τῷ περιέχοντι ἀέρι Κασσ. Προβλ. 35.

Greek Monolingual

κατακίρνημι (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι.