καταπάτηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η (Α καταπάτησις) καταπατώ
το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα
νεοελλ.
1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου»)
2. σφετερισμόςκαταπάτηση ξένης περιουσίας»)
3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων του ανθρώπου»)
4. αθέτηση υποσχέσεως
αρχ.
περιοδεία, επιθεώρηση, έλεγχος.