κέγχρωμα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

κέγχρωμα, τὸ (Α)
1. καθετί που έχει το μέγεθος του κόκκου του κεχριού
2. στον πληθ. τὰ κεχρώματα
οπές στην περιφέρεια της ασπίδας απ' όπου ο μαχητής έβλεπε τον εχθρό χωρίς να εκθέτει σε κίνδυνο το πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα, πλεύρ-ωμα)].