κεραΐς

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰΐς Medium diacritics: κεραΐς Low diacritics: κεραΐς Capitals: ΚΕΡΑΪΣ
Transliteration A: keraḯs Transliteration B: kerais Transliteration C: kerais Beta Code: kerai/+s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A worm that eats horn, v.l. Od.21.395 (pl.).    II gen. ΐδος, = κεράς (A) (q.v.).    III = ῥάφανος ἀγρία, Thphr.HP9.15.5.
κερᾱΐς, ΐδος, ἡ,

   A = κορώνη (Hsch.), used of Medea by Lyc.1317.

German (Pape)

[Seite 1419] ΐδος, ἡ, nach Hesych. τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα. ῗδος, ἡ, ein dem Horn schädlicher, das Horn anfressender Wurm, v. l. Od. 21, 393 für κέρα ἶπες; nach Eust. auch κεράϊψ, κεράϊπος. ΐδος, ἡ, nach Hesych. die Krähe, mit Anspielung auf κεραΐζω, Lycophr. 1317, von der Medea.

Greek (Liddell-Scott)

κεραΐς: ΐδος, ἡ, εἶδος σκώληκος φθείροντος τὰ κέρατα, διάφ. γραφ. ἐν Ὀδ. Φ. 395.

Greek Monolingual

κεραΐς, -ΐδος, ἡ (Α)
1. είδος σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα
2. (κατά τον Ησύχ.) α) «κεραΐδες
τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα»
β) (για τη Μήδεια) «κορώνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερα-ός + κατάλ. -ίς].