κερένιος
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
-α, -ο και κέρινος, -η, -ο (Μ κερένιος, -α, -ο, αρσ. και κερένος, -η ή -α, -ο)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κερί («κερένια κούκλα»)
νεοελλ.
αυτός που έχει ίδιο χρώμα με το φυσικό χρώμα του κεριού, ωχρός, ωχρόλευκος («κερένιο πρόσωπο»).