κλοπικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπικός Medium diacritics: κλοπικός Low diacritics: κλοπικός Capitals: ΚΛΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klopikós Transliteration B: klopikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπικός: ἴδε κλωπικός.

Greek Monolingual

κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).