λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Full diacritics: κομιστή | Medium diacritics: κομιστή | Low diacritics: κομιστή | Capitals: ΚΟΜΙΣΤΗ |
Transliteration A: komistḗ | Transliteration B: komistē | Transliteration C: komisti | Beta Code: komisth/ |
ἡ,
A = κομιδή 1, Hsch.
[Seite 1478] ἡ, = κομιδή, Hesych.
κομιστή: ἡ, = κομιδὴ Ι, Ἡσύχ.· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 351.
κομιστή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κομιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομιστός, ρηματ. επίθ. του κομίζω.