κορύμβη

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύμβη Medium diacritics: κορύμβη Low diacritics: κορύμβη Capitals: ΚΟΡΥΜΒΗ
Transliteration A: korýmbē Transliteration B: korymbē Transliteration C: korymvi Beta Code: koru/mbh

English (LSJ)

ἡ,

   A = κόρυμβος 11, Asius Fr.Ep.13.5 K.

Greek (Liddell-Scott)

κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.

Greek Monolingual

κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].