κρεατώνω
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
κρέας
1. αποκτώ σάρκες, αυξάνονται οι μύες του σώματός μου («κρεατώσανε τ' αρνιά»)
2. (για πληγή) επουλώνομαι.