κυκνάριον
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κύκνος 111, Aët.7.8, Gal.14.765.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύκνος, Γαλην. 24. 765.
Greek Monolingual
κυκνάριον, τὸ (Α)
είδος κολλυρίου ή αλοιφής για τη θεραπεία της φλόγωσης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον). Το φάρμακο ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω του χρώματός του].