κυριολογικός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

German (Pape)

[Seite 1536] ή, όν, die Wörter in eigentlicher Bedeutung brauchend, Ggstz συμβολικός, Clem. Al. strom. 5 p. 657.

Greek (Liddell-Scott)

κυριολογικός: -ή, -όν, ὁ μετὰ κυριολεξίας, κάθοδος... κυριολογικὴ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 657, ἐπὶ τῶν ἱερογλυφικῶν ἐκείνων ὅσα συνίστανται εἰς ἁπλᾶς εἰκόνας τῶν νοουμένων πραγμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συμβολικός.

Greek Monolingual

κυριολογικός, -ή, -όν (Α) κυριολογία
αυτός που εκφράζει κάτι καθαρά και με ακρίβεια, αυτός που ακριβολογεί.