μηδενίζω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω
2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν
3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν
4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα»
γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω-φυγάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέν (Ι) + κατάλ. -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Βεν. Λέσβιο].