Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μακρήγορος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρήγορος Medium diacritics: μακρήγορος Low diacritics: μακρήγορος Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: makrḗgoros Transliteration B: makrēgoros Transliteration C: makrigoros Beta Code: makrh/goros

English (LSJ)

ον,

   A speaking at great length, Ph.2.268, Tz.H.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

μακρήγορος: -ον, ὁ ὁμιλῶν διεξοδικῶς, μακρολόγος, Φίλων 2. 268, Τζέτζ. Ἱστ. 10, 5· - Ἐπίρρ. -ρως, ληρήσας μακρηγόρως ὁ αὐτ. ἐν Κραμ. Ἀν. τ. 4, σ. 53, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle d’abondance, prolixe.
Étymologie: μακρός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακρήγορος, -ον)
αυτός που μιλά διεξοδικά, μακρολόγος, απεραντολόγος.
επίρρ...
μακρηγόρως (Μ)
με μακρήγορο τρόπο, με διεξοδική ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].