μισαλάζων
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A hating boasters, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.
Greek Monolingual
μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].