μιτροχίτων
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with girded tunic, Ath.12.523d.
German (Pape)
[Seite 193] ωνος, mit einem Gürtel um das Unterkleid, Ath. XII, 523 c, im Ggstz von ἄζωστος od. ἀμιτροχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
μιτροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα μετὰ ζώνης ἢ ἐζωσμένον, Ἀθήν. 523D.
Greek Monolingual
μιτροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + -χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο-χίτων, λινο-χίτων].