ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ1. κλήση, πρόσκληση2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωσημσν.-αρχ.αλλαγή ονόματος.