ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
λειοτριχιῶ, -άω και -έω και λειοτριχῶ, -έω (Α)έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῑν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)].