λαχταρίζω

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

λαχταρίζω και λακταρίζω)
1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα
2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω
3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα
4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα
θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. λαχταρίζω πιθ. < λακτίζω, αναλογικά προς τα σπαρταρίζω, σταμαρίζω, ενώ, κατ' άλλη άποψη, < λαχτάρα].