Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι
2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. -εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι].