λειχουδεύομαι

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι
2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. -εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι].