λεπραίνομαι
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
A = λεπρύνομαι (q.v.), Nic.Th.156.
Greek Monolingual
λεπραίνομαι (Α)
βλ. λεπρύνομαι.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Full diacritics: λεπραίνομαι | Medium diacritics: λεπραίνομαι | Low diacritics: λεπραίνομαι | Capitals: ΛΕΠΡΑΙΝΟΜΑΙ |
Transliteration A: lepraínomai | Transliteration B: leprainomai | Transliteration C: leprainomai | Beta Code: leprai/nomai |
A = λεπρύνομαι (q.v.), Nic.Th.156.
λεπραίνομαι (Α)
βλ. λεπρύνομαι.