λειχομύλη

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.

Greek Monolingual

λειχομύλη, ἡ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, δηλαδή που τρώγει το αλεύρι τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ-του λείχω + μύλος.