λεπτοσύνθετος

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνθετος Medium diacritics: λεπτοσύνθετος Low diacritics: λεπτοσύνθετος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: leptosýnthetos Transliteration B: leptosynthetos Transliteration C: leptosynthetos Beta Code: leptosu/nqetos

English (LSJ)

ον,

   A of fine texture, καλύμματα Antiph.52.10.

German (Pape)

[Seite 31] fein zusammengesetzt, καλύμματα Antiphan. bei Ath. X, 449 c.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνθετος: -ον, ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτὴν κατασκευήν, καλύμματα Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 10.

Greek Monolingual

λεπτοσύνθετος, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή συντεθειμένος με λεπτότητα, λεπτοκατασκευασμένος.