μάργαρο
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
Greek Monolingual
το (Α μάργαρον)
μαργαριτάρι
νεοελλ.
μαργαριταρόρριζα, μάργαρος, σεντέφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης με απλοποίηση (αποβολή) του επιθήματος -ίτης].