μαργαριταρόρριζα

From LSJ

Greek Monolingual

και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα)
μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχηανάμεσα στα συντεφένια θάμπη της μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα.