μαχανίτις
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
μαχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
προσωνυμία της Αφροδίτης και της Αθηνάς στη Μεγαλόπολη («τὴν δὲ ἐπίκλησιν τῇ θεῷ Μαχανῑτιν ὀρθότατα ἔθεντο», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾱχᾱνᾱ, δωρ. τ. του μηχανή, + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Ζεφυρ-ίτις)].