μεγαλοχάσμων

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοχάσμων Medium diacritics: μεγαλοχάσμων Low diacritics: μεγαλοχάσμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΧΑΣΜΩΝ
Transliteration A: megalochásmōn Transliteration B: megalochasmōn Transliteration C: megalochasmon Beta Code: megaloxa/smwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A wide-gaping, χάνναι Epich.67.

German (Pape)

[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.

Greek Monolingual

μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].